-
1 ἐπιμελητής
A one who has charge of a thing, manager, curator, τῶν τῆς πόλεως ;ὄνων καὶ ἵππων Pl.Grg. 516a
; τῶν εἰς τὴν δίαιτανἐπιτηδείων X.Cyr.8.1.9
; also ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐ. Pl.Lg. 951e: abs., φύλαξ καὶ ἐ. X.Mem.2.7.14; of a bailiff, Theoc.10.54; of a governor, X.HG3.2.11;τῆς Τριφυλίας Plb.4.80.15
, cf. Plu.Alex.35; 508 (Delos, ii B.C.), etc.; in Salamis, IG22.1008.77, etc.2. military commander,τῆς οὐραγίας Plb.3.79.4
.II. as an official title, curator,1. of sacred matters, Lys.7.29;τῶν περὶ τὰ ἱερά Arist.Pol. 1322b19
;μυστηρίων D.21.171
, IG22.1672.246, etc.; of the Dionysia, D.21.15; [ τῆς πομπῆς] Arist.Ath.56.4, IG22.668; of the shrine of Amphiaraus at Oropus, ib.7.4255.32.2. financial officers at Athens, ib.12.65.46; of the Eleven,ἐ. τῶν κακούργων Antipho 5.17
.4.τῶν νεωρίων Id.22.63
, IG22.1629.179; ἐ. ἐμπορίου clerk of the market, Din.2.10; ἐ. ἐπὶ τὸν λιμένα harbour-master, IG22.1012.19; inspector of weights and measures, ib.22.1013.47; curator of the gymnasia, ib.22.1077.12; of the πρυτανεῖον, ib.3.90; , Ath.43.1; ἐ. ὁδοῦ Ἀππίας, = Lat. curator viae Appiae, CIG4029 (Ancyra, ii A.D.); πυλῶν τε καὶτειχῶν φυλακῆς Arist.Pol. 1322a36
, cf. SIG707.18 (ii B.C.);τῶν ξένων IG12(1).49.50
(Rhodes, ii B.C.).5. title of a magistrate at Epidaurus, Ἀρχ.Ἐφ.1918.117 (ii B.C.), cf. IG4.490 ([place name] Cleonae), 4.840, 841 ([place name] Calauria), 4.2 ([place name] Aegina).6. financial officer in Egypt, Arch.Pap. 2.83 (iii B.C.), PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμελητής
-
2 κάρπιμος
κάρπιμος, fruchtbringend; ϑέρος Aesch. Prom. 453; πέδον Eur. Or. 1086; στάχυς Suppl. 31; ἑπτὰ καρπίμους ἐτῶν κύκλους Hel. 111; τὰ κάρπιμα, Fruchtbäume, oder allgemeiner die Feldfrüchte, Ar. Vesp. 264; übertr., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς καρπίμους, d. i. die reichen, Equ. 326. In Prosa, Theophr., Ggstz von ἄκαρπος.
-
3 οἰκ-ούρημα
οἰκ-ούρημα, τό, Hausbewachung; ὦ φέγγος ὕπνου διάδοχον τό τ' ἐλπίδων ἄπιστον οἰκούρημα τῶνδε τῶν ξένων, Soph. Phil. 856, der von den Fremden ausgehende Schutz des Hauses, die Fremden, die wider mein Erwarten bleiben u. mich schützen; οἰκουρήματα φϑείρειν, Eur. Or. 926, die Frauen im Hause.
-
4 ἰσο-τέλεια
ἰσο-τέλεια, ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσϑαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.
-
5 ειστρεχω
староатт. ἐστρέχω (fut. εἰσδραμοῦμαι, aor. εἰσέδραμον) вбегать, врываться, устремляться(οἱ περίπολοι ἐσέδραμον Thuc.; τῶν ξένων εἰσδραμόντων Plut.; ναῦς βαθὺν εἰσέδραμε Φᾶσιν Theocr.)
εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι ἕκαστος ἐδύνατο Xen. — ворвавшись, они стали грабить кто что мог -
6 εξεταστης
- οῦ ὅ1) осуществляющий проверку, следователь(πικρός Luc., Plut.)
2) исследователь(τῆς ἀληθείας Plut.)
3) эксетаст, государственный ревизор, контролер Arst.ἐ. τῶν ξένων Aeschin. ( в Афинах) — эксетаст по делам иноземных (т.е. наемных) войск
-
7 μισθοδοσια
ἥ выплата жалованья, оплата(τῶν ξένων Diod.)
ἄρρωστος ἐς τέν μισθοδοσίαν Thuc. — задерживающий выплату жалованья -
8 οικουρημα
- ατος τό1) охрана дома или пребывание дома Eur.2) сидение на местеτὸ οἰ. τῶν ξένων Soph. — оставшиеся (т.е. не покинувшие Филоктета) гости
3) сидящий домаοἰκουρήματα Eur. — сидящие дома, т.е. женщины
-
9 προσεφελκομαι
привлекать к себеπροσεφέλκεται τῶν ξένων ὅ νόμος Arst. — (во многих государствах) закон привлекает иноземцев, т.е. предлагает им право гражданства
-
10 λύσις
a release “πάτερ Κρονίων, τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.76b resting place c. gen. τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (καταγώγιον καὶ δειπνητήριον τῶν ξένων. Σ. a resting place for eating) O. 10.47 -
11 ξενολογέω
V 0-0-0-0-3=3 1 Mc 4,35; 11,38; 15,3to enlist mercenaries 1 Mc 4,35τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν the foreign forces which he had raised 1 Mc 11,38;ἐξενολόγησα δὲ πλῆθος δυνάμεων I raised a multitude of foreign soldiers 1 Mc 15,3 -
12 εὐφημία
εὐφημ-ία, ἡ,I abstinence from inauspicious language, religious silence, εὐφημίαν ἴσχε, = εὐφήμει, S.Tr. 178;εὐ. ἐσχηκέναι πρός τινα Pl.Lg. 717c
; εὐφημία στω, eu)fhmi/a 'stw, as a proclamation of silence before a prayer, Ar. Th. 295, cf.Av. 959; soεὐφημίαν.. κηρύξας ἔχω S.Fr. 893
;Ταλθύβιος.. εὐφημίαν ἀνεῖπε καὶ σιγὴν στρατῷ E.IA 1564
;μετ' εὐ. διδάσκειν Pl. Lg. 949b
;ἐν εὐ. χρὴ τελευτᾶν Id.Phd. 117e
;πρὸς εὐφημίαν τρεπέσθω Luc.Laps.17
.II in positive sense, auspiciousness, λόγων εὐ. E.IA 608, Aeschin.1.169;πᾶσαν εὐ. παρειχόμην D.Ep.2.19
; esp. a fair or honourable name for a bad thing, euphemism (as Εὐμενίδες, εὐφρόνη, etc.),δι' εὐφημίας Pl.Lg. 736a
;εὐφημίας ἕνεκα Aeschin.3.92
, cf. Plu.2.449a.III prayer and praise, worship, offered to the gods, E.IA 1469; = εὐχή, Pl.Alc.2.149b;εὐξάμενον μετ' εὐφημίας Din.2.14
: pl., Pi.P. 10.35.2 honour, good repute enjoyed by men, Phld.Ind.Sto. 16,20; ἀθάνατος εὐ. D.S1.2; opp. δυσφημία, 2 Ep.Cor.6.8; ἀδιάλειπτος Plu.2.121e; ἡ ὕστερον εὐ. D.Chr.31.20; τὴν παρὰ πᾶσιν ἀγαθὴν εὐ.good repute, IG12(5).860.39 (Tenos, i B. C.); ἡ ἐκ τῶν ξένων εὐ. OGI 339.30 (Sestos, ii B. C.); panegyric, Jul.Or.3.106a, Lib.Or.62.3; ἡ εὐ. σου, as a form of address, PLond.3.891.9 (iv A. D.); αἱ εὐ. plaudits, acclamations in a local senate, POxy.2110.2 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφημία
-
13 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
14 μεμπτός
A blameworthy, E.Hel. 462, Phld.Oec.p.70 J.: [comp] Comp.μεμπτότερος Th.2.61
: mostly with a neg., Pi.Fr. 220, S.OC 1036, Th.3.57, etc.; οὐ μ. not contemptible, Id.6.13, Pl.Tht. 187c; in a question, Hdt.7.48. Adv.,οὐδὲ τῶν ξένων μεμπτῶς μαχεσαμένων Plu.Cleom.28
.II [voice] Act., throwing blame upon, τινι S.Tr. 446, where μεμπτός is fem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεμπτός
-
15 μισθοδοσία
μισθο-δοσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθοδοσία
-
16 οἰκούρημα
A the watch or keeping of a house, E.Hipp. 787 ; οἰ. τῶνδε τῶν ξένων watch kept by these strangers (for οἱ οἰκουροῦντες ξένοι), S.Ph. 868.2 in concrete sense, of persons, - ήματα φθείρειν corrupt the stay-at-homes, i.e. the women, Id.Or. 928.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκούρημα
-
17 προσεφέλκομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεφέλκομαι
-
18 οἰκούρημα
οἰκ-ούρημα, τό, Hausbewachung; ὦ φέγγος ὕπνου διάδοχον τό τ' ἐλπίδων ἄπιστον οἰκούρημα τῶνδε τῶν ξένων, der von den Fremden ausgehende Schutz des Hauses, die Fremden, die wider mein Erwarten bleiben u. mich schützen; οἰκουρήματα φϑείρειν, die Frauen im Hause -
19 ξένος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233 -
20 ξεινος
ξένος, ξεῑνος (ξεῖνος, -ον, -ε, -ων, -οις; ξείνας, -αν: ξένος, -ου, -ον, -οι, -ων, -οισι, -οις.) anyone who seeks, gives, or receives hospitalitya foreigner, stranger, one from abroad παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (= Αἴγιναν) O. 8.26ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι O. 9.67
ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου λέκτροισιν ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.25
“φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτον” (cf. v. 128.) P. 4.30 “ ὦ ξεῖν” Jason, having just arrived in Iolkos P. 4.97 ἔχοντι τὰν (sc. Κυράναν)χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι P. 5.83
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.108 ματρόπολίν τε, φίλαν ξένων ἄρουραν Aigina N. 5.8κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες the Aiginetans I. 9.6 ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων visitors to the third Delphic temple of Apollo Pae. 8.76 esp. opp. to ἀστοί, simm.,καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
πραὺς ἀστοῖς ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός P. 4.78
πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.57
πολιατᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον I. 1.51
ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων· καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων) I. 6.70 met., c. gen., οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. f. pro adj., “ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” Jason speaks P. 4.118b guest friend Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ξένον codd., Π, def. van Leeuwen) O. 2.6 ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον Apollo P. 9.10 πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο Amphitryon P. 9.82 ξεῖνός εἰμι (sc. τῶν Αἰγινητῶν) N. 7.61τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
c host and friend πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς Theron O. 1.103 καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον παρ' Αἰτναῖον ξένον Hieron P. 3.69 ὁ δ' ἄρα (sc. Ὀρέστας) γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (byz.: ξένον γέροντα codd.) P. 11.34 ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς Thrasyboulos I. 2.48d generally, friendξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν ἐσλοί O. 4.4
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ Aiakos N. 7.86 “ νῦν σε (= Ζῆνα) — λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” ( κεῖνον v. l.: Herakles is speaking of the birth of Aias) I. 6.46 παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς Medea, as having shown friendship to Jason P. 4.233
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
Ξένων — Γραμματικός των αλεξανδρινών χρόνων. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Ξ. ο Χωρίζων, γιατί υποστήριζε ότι άλλος ήταν ο ποιητής της Ιλιάδας και άλλος της Οδύσσειας. Χώριζε δηλαδή τα έπη σε δύο έργα διαφορετικών συγγραφέων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek